- σύννομος
- (I)και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, -ον, Α1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ' ἐσορῶν», Θεόκρ.β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.)2. αυτός που ζει με άλλους («τοὔνεκα αὐτέοισι σύννομοι εἰσι», Λουκιαν.)3. αυτός που μετέχει σε κάτι («πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων», Αριστοφ.)4. (σε δυϊκό ή πληθ. αριθ.) αυτός που αποτελεί ζευγάρι με κάποιον (α. «λέοντε συννόμω», Σοφ.β. «ἔστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω», Αιλ.)5. όμοιος, τού ίδιου είδους με κάποιον («ὡς τῆς σύννομου φωνῆς τε καὶ ὀσμῆς αἱ ἔντοσθεν ᾔσθοντο», Διον. Αλ.)6. (για λίθο) αρμοστός, λαξευτός, πελεκητός («ᾖν γὰρ ὁ πύργος ἐκ σύννομων λίθων ᾠκοδομημένος», Πολ.)7. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ, σύννομοςα) (για στρατιώτη) εταίρος, σύντροφοςβ) (για γυναίκα) η σύζυγοςγ) (για άνδρα) εραστής8. φρ. «ξύννομος λεκτρων» — σύζυγος (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -νομος*].————————(II)-η, -ο / σύννομος, -ον, ΝΜΑσύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος (α. «σύννομες πράξεις τής διοίκησης» β. «σύννομα συναγωγὰ τῶν συνέδρων», επιγρ.).επίρρ...συννόμως Μσύμφωνα με τον νόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -νομος* (πρβλ. παρά-νομος)].
Dictionary of Greek. 2013.